Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Οι σημαντικότερες εξελίξεις από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της Ευρώπης των πρώιμων νέων χρόνων.

2η Γενική Εργασία Γ. Μηλιώτη. Αθήνα, Ιανουάριος 2015.
Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών (ΕΑΠ). 
«Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό». 
ΕΠΟ10: Γενική Ιστορία της Ευρώπης.

Εισαγωγή

Στο τέλος του Μεσαίωνα η Ευρώπη δοκιμάστηκε σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πνευματικό επίπεδο. Έτσι οι άνθρωποι των Πρώιμων Νέων Χρόνων υπήρξαν αποδέκτες μιας βαθιάς κρίσης, οι ρίζες της οποίας έφταναν μέχρι και τον Κλασικό Μεσαίωνα. Όλα τα σημάδια έδειχναν πως είχε φτάσει η ώρα για αλλαγή και ό,τι έτεινε να αντισταθεί στο ρου της ιστορίας επρόκειτο να παρακμάσει, μέχρι ολοκληρωτικής αποσάθρωσης. Μία σειρά αλληλένδετων ιστορικών γεγονότων, ορισμένα κοσμοϊστορικής σημασίας, όπως οι γεωγραφικές ανακαλύψεις και η επινόηση της τυπογραφίας, έθεσαν εντελώς καινούριες βάσεις για την Ευρώπη και τον κόσμο ενώ προετοίμασαν τη σκέψη για τη μετάβαση στη νέα εποχή.


Θάνατος και Αναγέννηση

Στο κατώφλι του 14ου αιώνα, οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες έμελλε να έρθουν αντιμέτωπες με το θάνατο και τις συμφορές των πολέμων. Η σιτοδεία και η πείνα υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες καταστολής της δημογραφικής ανόδου, ενώ η «Μαύρη Πανώλη» κυριολεκτικά αποδεκάτισε τη Δυτική Ευρώπη, επιφέροντας συνθήκες κοινωνικής κατάρρευσης και αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών.[1] Ληστρικές σπείρες περιπλανώμενων στρατιωτών ενέτειναν το πρόβλημα, προξενώντας φρίκη και όλεθρο και καθιστώντας την ιδέα του φόβου και του θανάτου πρωταγωνίστρια σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ταυτόχρονα, η ανεπαρκής απόδοση της γης σε συνδυασμό με την απώλεια ανθρώπινου δυναμικού έκαναν τα βασικά αγαθά περιζήτητα, εκτινάσσοντας τις τιμές στα ύψη. Το εμπόριο και οι μεταφορές διαταράχτηκαν και η φτώχια πήρε ασύλληπτες διαστάσεις.[2] Ο φεουδαρχικός θεσμός κλονίστηκε από την ερήμωση της υπαίθρου και ενώ οι μεγαλοκτηματίες κατάφεραν γενικά να βγουν αλώβητοι κοινωνικά και οικονομικά, η ισχύς των ιπποτών και των μικροευγενών εξασθένησε.[3]
Από την άλλη μεριά όσοι αγρότες δεν φάνηκαν αρκετά ευέλικτοι στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αστικοποιήθηκαν, προκαλώντας τις αντιδράσεις των συντεχνιών, που είδαν αυτή την «υπερπροσφορά» ως απειλή.[4] Η αναπόφευκτη, ωστόσο, οικονομική άνοδος πυροδότησε νέες λογιστικές και τραπεζικές πρακτικές, ενώ ιδρύθηκαν οι πρώτες ασφαλιστικές εταιρίες.[5] Οι αρνητικές συνέπειες, όμως, αυτού του αναδυόμενου καπιταλισμού ήταν ότι αρκετές πόλεις, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην πολύπλευρη κρίση, καταχρεώθηκαν με δάνεια επιτείνοντας έτσι την ανθρώπινη ανασφάλεια, η οποία εκφράστηκε με μία σειρά εξεγέρσεων που καταπνίγηκαν στο αίμα.[6] Σε αυτό το αβέβαιο κοινωνικοπολιτικό κλίμα αναδύθηκε μία πρώιμη αστική τάξη, που μέχρι τότε δεν ήταν διακριτή, καθώς και η «ανάγκη του ανήκειν», η οποία τροφοδοτήθηκε με ανάλογες δημόσιες τελετές.[7]
Οι κοινωνικοπολιτικές μεταβολές συνοδεύονται από γεωπολιτικές. Για πρώτη φορά κάνουν την εμφάνιση τους στον ευρωπαϊκό χώρο ισχυρές δυναστείες, που εισβάλλουν δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο αποφασισμένες να αρπάξουν τα ηνία της εξουσίας, κυριότερες εκ των οποίων υπήρξαν οι Αψβούργοι στην Αυστρία, οι Χοεντσόλερν στη Γερμανία και οι Τυδώρ στην Αγγλία.[8] Οι τελευταίοι μάλιστα κατέλαβαν την εξουσία της χώρας, αδράχνοντας την ευκαιρία των εσωτερικών της προβλημάτων, ως αποτέλεσμα του Εκατονταετούς Πολέμου με τη Γαλλία.[9]
Την ίδια στιγμή όμως που οι χρόνιες πολεμικές συγκρούσεις φέρνουν τις δύο χώρες (Αγγλία και Γαλλία) σε σημείο κατάπτωσης, ο γάμος του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, διαδόχων των θρόνων της Αραγονίας και της Καστίλλης αντίστοιχα, οδήγησε σε μία δυνατή και ενωμένη Ισπανία. Σ’ αυτό συντέλεσε και ότι το Ισλάμ είχε ήδη κατατροπωθεί στην Ιβηρική Χερσόνησο, γεγονός με πολυδιάστατες συνέπειες όχι μόνο στους ντόπιους πληθυσμούς αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα.[10]
Έτσι η ισλαμική παρουσία στην Ευρώπη παρέμεινε πλέον ισχυρή μόνο στο χώρο των Βαλκανίων, μετά την αποκλειστική σχεδόν κατάληψή τους από τους Τούρκους, ιδιαίτερα τους Οθωμανούς. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, αποτέλεσε κορυφαίο ιστορικό γεγονός που αναδιαμόρφωσε το γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης και καθόρισε  το μέλλον της.[11] Το ελληνικό πνεύμα ωστόσο που δέσποζε στο Βυζάντιο, θα έβρισκε σε άλλες χώρες γόνιμο έδαφος. Στην Ιταλία του 14ου αιώνα, συγκεκριμένα.
Εκεί εκδηλώθηκε μία ιδιαίτερη «αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τον κλασικό πολιτισμό της Ελλάδας και της Ρώμης»[12], που αργότερα εξαπλώθηκε και πέρα από αυτήν. Με επίκεντρο τη Φλωρεντία, η «Αναγέννηση» αυτή ξεχώρισε για την πεποίθηση πως η ομορφιά της φύσης και του ανθρώπου ήταν ικανή να δαμάσει και να διαμορφώσει τον κόσμο, εν αντιθέσει με το μεσαιωνικό σύμπαν, του άμεσα εξαρτημένου από τη θεϊκή βούληση ανθρώπου.[13] Το ρεύμα αυτό σχετίστηκε με τον Ουμανισμό, ένα ανθρωπιστικό κίνημα, το οποίο στόχευε στην αρμονική συνύπαρξη των διαφορετικών ικανοτήτων, μέσω της πνευματικής ανάπτυξης και μόρφωσης του ατόμου.[14]

Οικονομική Ανάπτυξη και Πνευματική Πρόοδος

Η δραματική μείωση του πληθυσμού, κυρίως λόγω των επιδημιών, εξανάγκασε τον εναπομείναντα να ελιχθεί, να προσαρμοστεί και να οδηγηθεί εντέλει, σε ανάκαμψη και άνοδο του βιοτικού επιπέδου.[15] Η επανεμφάνιση του χρήματος ζωήρεψε το διεθνές εμπόριο, του οποίου η διεξαγωγή είχε ήδη διευκολυνθεί από την επέκταση της Γερμανικής Χάνσας.[16]
Υπολογίσιμη πρόοδος σημειώθηκε στα γράμματα, τις επιστήμες και την τεχνολογία με μια σειρά επιτευγμάτων, που σε συνδυασμό με τα κληροδοτήματα της Αναγέννησης προοιώνιζαν σπουδαίες εξελίξεις και αλλαγή σελίδας για την Ευρώπη. Σπουδαιότερο από αυτά υπήρξε η επινόηση της τυπογραφίας από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο, το κλειδί για την ευρύτερη διάδοση της γνώσης και των νέων ιδεών και ουσιαστικά το μέσο με το οποίο ο Διαφωτισμός κατάφερε να εδραιωθεί και να ανθίσει στις ανθρώπινες ψυχές και συνειδήσεις.[17]
            Εντωμεταξύ οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι πρωτοστατούν στην ανακάλυψη και την αποίκιση νέων κόσμων. Χάρη στις βελτιωμένες μεθόδους ναυσιπλοΐας και χαρτογράφησης πραγματοποιούνται υπερπόντια ταξίδια, με αποτέλεσμα το κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας σταδιακά να μετατοπιστεί προς τον Ατλαντικό και τη  Βόρεια Θάλασσα.[18] Η άφθονη εισαγωγή μετάλλων προκάλεσε πληθωρισμό και αύξηση τιμών, ενώ παράλληλα τέθηκαν τα θεμέλια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η ευρεία δοσοληψία σταθεροποίησε το χρήμα ως ανταλλακτικό μέσο και μέτρο αξιών γενικότερα. Ωστόσο η επανεμφάνιση της δουλείας και η βάναυση μεταχείριση των αυτόχθονων κατοίκων των περιοχών που κατακτήθηκαν από τους Ευρωπαίους, έδωσαν για πρώτη φορά αφορμές για συζητήσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεξαρτήτως φυλής. [19]

Παπισμός και Θρησκευτική Μεταρρύθμιση

Οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων του Ύστερου Μεσαίωνα, οι αρρώστιες, οι συγκρούσεις, ο φόβος, η εξαθλίωση και η αμάθεια σε συνδυασμό με την άβουλη και ανίσχυρη εικόνα που παρουσίαζε για τον άνθρωπο η Παπική Εκκλησία, τους έκαναν να προσκολλώνται όλο και περισσότερο σ’ αυτήν, αναζητώντας τη λύτρωση. Η καθολική εκκλησία ήλεγχε τους πιστούς της και ‘πωλούσε’ άφεση αμαρτιών με τα συγχωροχάρτια.[20] Η αντίδραση στις πρακτικές του Καθολικισμού, στην απομάκρυνση των ιερέων απ’ τα ποιμαντικά τους καθήκοντα και στo αφορολόγητο της τεράστιας περιουσίας της εκκλησίας, δεν άργησε να ξεσπάσει από τις προνομιούχες και πιο μορφωμένες τάξεις της μεσαιωνικής κοινωνίας και να λάβει κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα.[21]
Στη Γαλλία άλλαξαν άρδην τα δεδομένα και επισφραγίστηκε ο παραγκωνισμός της εκκλησιαστικής εξουσίας έναντι της κοσμικής. «Ο πάπας Βονιφάτιος Η΄ υποχρεώθηκε από τον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο Δ΄ τον Ωραίο να αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του να φορολογεί την εκκλησία και να διορίζει επισκόπους»[22], ενώ μετέφερε δια της βίας την έδρα της παπικής εκκλησίας στην Αβινιόν. Οι αντιδράσεις των Άγγλων και των Γερμανών ηγεμόνων οδήγησαν στο Μεγάλο Σχίσμα και στην τελική εξασθένηση του παπισμού, ενώ οι συμφωνίες (κονκορδάτα) που ακολούθησαν, αποδέσμευσαν τις τοπικές («εθνικές») εκκλησίες από τη δικαιοδοσία του Πάπα.[23]
Στις γερμανικές χώρες ο αντίκτυπος της διαφθοράς και της παπικής ισχύος ήταν εμφανέστερος. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε εκεί κάποιος ισχυρός ηγεμόνας να τις υπερασπιστεί, όπως στην Αγγλία και τη Γαλλία, η απομύζηση και η χειραγώγησή τους ήταν ευκολότερη.[24] Έτσι ήταν, μάλλον, αναπόφευκτο να ξεκινήσει η ιδέα της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης (με εμπνευστή το Λούθηρο) από τη Γερμανία. Βαθμιαία διαδόθηκε κι εκτός αυτής, διχάζοντας τους χριστιανούς Ευρωπαίους σε καθολικούς και προτεστάντες (διαμαρτυρόμενους). Ο Λουθηρανισμός υποστηρίχθηκε από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα λόγω της ποικιλομορφίας των αιτημάτων που υπηρετούσε. Η επιθυμία για ανεξαρτησία άλλωστε ήταν κοινός παρονομαστής, τη στιγμή που η εθνική συνείδηση αναπτυσσόταν παράλληλα με τις μοναρχίες. Κατά την εξάπλωσή του, ο Προτεσταντισμός επικράτησε με ορισμένες παραλλαγές, με δημοφιλέστερες τον Καλβινισμό και τον Αγγλικανισμό.[25]
Η απάντηση στην Ευρωπαϊκή διάσπαση ήρθε σαν δυναμίτης από την καθολική εκκλησία με την Αντιμεταρρύθμιση. Στη Σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563) προχώρησε σε δογματική αποσαφήνιση και ανασυγκρότηση, ενόσω η λογοκρισία και τα μοναχικά τάγματα αναλάμβαναν την πνευματική και ιδεολογική επιβολή του καθολικισμού. Η Ιερά Εξέταση υπήρξε ο πιο σκληρός θεσμός καταστολής των μεταρρυθμιστικών ιδεών, ενώ αποκορύφωμα της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας αποτέλεσε η σφαγή 2000 Ουγενότων σε μία νύχτα (Αγίου Βαρθολομαίου, Παρίσι 1572).[26]

Στην Αυγή των Νέων Χρόνων 

Οι θρησκευτικές αντιθέσεις που ήρθαν στο φως με τη Μεταρρύθμιση συντήρησαν ένα χρόνιο πολεμικό κλίμα, που στο απόγειό του εξελίχθηκε σε πανευρωπαϊκή αναμέτρηση για κυριαρχία. Ο Τριακονταετής Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στη Γαλλία και τη ραγδαία επεκτεινόμενη δυναστεία των Αψβούργων που απειλούσε τις γαλλικές κτήσεις. Εντούτοις, τοπικά συμφέροντα οδήγησαν και άλλες χώρες να εμπλακούν σε αυτόν, ενώ «οι λαοί της Ευρώπης σύρονταν ως πιόνια των βασιλέων και της υψηλής αριστοκρατίας».[27] Με τη νίκη των Γάλλων, εγκαινιάστηκε μια νέα, βασισμένη στην πιο ισορροπημένη εποχή συνύπαρξης των δυνάμεων που αναμετρήθηκαν στον πόλεμο, καθώς και στην πνευματική ελευθερία των λαών.[28]
Η απολυταρχία, ιδιαίτερα μετά την αποδυνάμωση της εκκλησιαστικής εξουσίας, φάνταζε ως ένα ιδανικό μοντέλο διακυβέρνησης που απέπνεε στους υπηκόους των χαμηλότερων τάξεων σιγουριά και ασφάλεια.[29] Σ’ αυτό βοήθησε η εισροή εσόδων από τις νέες πηγές πλούτου τροφοδοτώντας την ανάπτυξη διοικητικών, γραφειοκρατικών και στρατιωτικών μηχανισμών, που βρίσκονταν διαρκώς σε εγρήγορση. Οι μονάρχες του 17ου και 18ου αιώνα εμπνεύστηκαν από το Λουδοβίκο ΙΔ΄ και το Παρίσι, που είχε αναδειχτεί σε πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο, ενώ κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εφάρμοσαν τη φωτισμένη «δεσποτεία», μία εκδοχή της απολυταρχίας που χαρακτηριζόταν από ηγεμόνες, γαλουχημένους με τις νεωτεριστικές ιδέες του διαφωτισμού.[30]
Τέλος,  το κοινοβούλιο στην Αγγλία εξακολουθούσε να κερδίζει έδαφος, σε αντιδιαστολή με τον μοναρχικό θεσμό, ενώ με την Ένδοξη Επανάσταση (1688-9) κατοχυρώθηκαν βασικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Οι νέες ζυμώσεις, υπό αυτές τις συνθήκες οδήγησαν αργότερα στη Γαλλική Επανάσταση, το γεγονός τομή, που μετέφερε το δυτικό άνθρωπο σ’ έναν νέο κόσμο και την Ευρώπη στους Νέους Χρόνους.


Επίλογος

Στην Ευρώπη των Πρώιμων Νέων Χρόνων συντελέστηκαν φαινόμενα που έθεσαν σε αμφισβήτηση τη μεσαιωνική σκέψη, ενώ οι παλιές και γνώριμες συνήθειες εξακολούθησαν να επηρεάζουν και να καθορίζουν τις συμπεριφορές των ηγεμόνων και των λαών. Παρότι η προσαρμογή στα καινούρια δεδομένα φάνηκε ιδιαίτερα δύσκολη και μακρόχρονη ως διαδικασία, η ιστορία έδειξε εκ των υστέρων για ακόμη μία φορά πως η αληθινή δύναμη κρύβεται στην ικανότητα της αλλαγής. Ουσιαστικά η συγκρότηση του σύγχρονου κράτους συντελέστηκε από ένα μείγμα γνώσης από το παρελθόν και φυσικής ροπής προς το μέλλον.





[1] Κ. Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τ.Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σ. 91, 111.
[2] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 17, 19.
[3] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 112, 113.
[4] D. Nicholas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου: Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σ. 578, 579.
[5] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 20 - 22.
[6] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 112.
[7] D. Nicholas, ό.π., σ. 583, 587.
[8] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 119, 121.
[9] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 121.
[10] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 122.
[11] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 117, 122.
[12] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 69.
[13] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 124.
[14] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 72.
[15] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 22.
[16] D. Nicholas, ό.π., σ. 598, 602.
[17] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 59 – 64.
[18] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 60, 165.
[19] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 138.
[20] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 122, 123.
[21] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 116, 114, 147.
[22] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 115.
[23] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 115, 116.
[24] E. Μ. Burns, ό.π., σ. 132, 133.
[25] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 146 – 152.
[26] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 153 – 158.
[27] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 165.
[28] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 168, 172.
[29] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 182.
[30] Κ. Ράπτης, ό.π., σ. 170, 189.


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
  • Κ. Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τ.Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
  • E. Μ. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία. Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, τ.Α΄, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1983.
  • D. Nicholas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου: Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου