Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Μεσαιωνική Επιστήμη: Μεταξύ της Αρχαίας και της Νεότερης Επιστήμης.

Γ. Μηλιώτης. Αθήνα, Νοέμβριος 2015.
Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών (ΕΑΠ). 
«Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό». 
ΕΠΟ 31: Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη.


Αντί Προλόγου

«Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη για πολλά χρόνια ισχυριζόταν ότι: «Ο Μεσαίωνας ήταν σκοτεινοί χρόνοι στη διάρκεια των οποίων τίποτα το ενδιαφέρον δεν έγινε». Νεώτερες μελέτες αναδεικνύουν ότι η άποψη αυτή είναι λανθασμένη και αποτελεί ιδεολογική διαστρέβλωση.»[1]


Ο πανεπιστημιακός θεσμός αναδύεται και υποδέχεται τον Αριστοτέλη. 

Ένα επίτευγμα των μέσων χρόνων, εκτός από τη γνώση που σώζεται, μεταφράζεται και μεταλαμπαδεύεται από το Ισλάμ και τις μοναστικές σχολές είναι η δημιουργία των πανεπιστημίων. Αυτή συντελείται από μια ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό, που δύναται να χρησιμοποιήσει το υπάρχον οργανωτικό σχήμα των συντεχνιών, ώστε να συσταθεί και να δράσει ως σωματείο. Οι συντεχνίες (universitas) φοιτητών και καθηγητών ήταν ουσιαστικά σύνδεσμοι, που με την πάροδο του χρόνου κατέκτησαν προνόμια (δυνατότητα επιλογής σπουδαστών και καθηγητών, απονομή πτυχίων κ.α.) και εξασφάλισαν ποικιλόμορφη προστασία, μέχρι και φοροαπαλλαγές.[2] «…Τα πανεπιστήμια του Παρισιού και της Οξφόρδης έγιναν διάσημα κέντρα φιλοσοφίας και επιστήμης και η Μπολώνια για τις σχολές της νομικής και ιατρικής, και τα τρία, όπως και άλλα ογδόντα περίπου πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν στη συνέχεια και είχαν ως πρότυπό τους το Παρίσι (στη βόρεια Ευρώπη) και τη Μπολώνια (στη νότια Ευρώπη), έδωσαν στο πανεπιστήμιο μια μορφή που διατηρήθηκε ως τις μέρες μας»[3]
Εντωμεταξύ, οι διανοούμενοι του μεσαίωνα έχουν κύρος και αντιμετωπίζονται ως ιδιαίτερη κοινωνική τάξη. Καθώς ζουν και δραστηριοποιούνται στις πόλεις, που και οι ίδιες αναπτύσσονται ταυτόχρονα, από τον 12ο αιώνα καθιερώνουν τη θέση τους όλο και περισσότερο μέσα στα πανεπιστήμια. Αρχικά αυτοαποκαλούνται moderni και δεν αντιμάχονται το παλιό, ενώ το πνεύμα που τους χαρακτηρίζει, ο σχολαστικισμός, θα αποτελέσει αργότερα τη μεθοδολογία της πανεπιστημιακής διδασκαλίας.[4]
Είναι φανερό πως ο σχηματισμός των πανεπιστημίων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μία διαδικασία παγωμένη στον χρόνο, αφού η δημιουργία τους ήταν μακρόχρονη, ενώ τα καταστατικά τους συντάχτηκαν μεταγενέστερα.[5] Οι μεσαιωνικές σχολές έπαιξαν ζωτικό ρόλο στους κανόνες και στην οργάνωση του νέου αυτού ευρωπαϊκού θεσμού, αλλά η συνεισφορά τους στο αντικείμενο σπουδών του ήταν πράγματι καθοριστική. Η συστηματοποιημένη γνώση πυροδότησε αναμφισβήτητα μια εκπαιδευτική έκρηξη τον 13ο αιώνα στην Ευρώπη, καθώς το ενδιαφέρον για τις επιστήμες και τις ανώτερες σπουδές αυξανόταν διαρκώς.
Κάτι άλλο, επίσης, που αξίζει να τονιστεί είναι ότι η μετακίνηση σπουδαστών και καθηγητών σε άλλο εκπαιδευτικό κέντρο, ακόμη και σε άλλη χώρα ήταν εφικτή. Τα προγράμματα σπουδών δεν είχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους και το αντικείμενό τους ήταν σχεδόν πανομοιότυπο.[6] Επρόκειτο για ένα πρωτοφανές γνώρισμα, το οποίο δεν ήταν το μόνο. «Ουδέποτε άλλοτε, πριν ή μετά, δεν είχαν αποτελέσει η λογική και η επιστήμη τη βάση της ανώτερης εκπαίδευσης για όλους τους φοιτητές ελευθέριων τεχνών».[7] Επομένως, ένας σπουδαστής, πριν περάσει στις μακροχρόνιες σπουδές της θεολογίας, όχι μόνο είχε διδαχτεί φυσική φιλοσοφία, αλλά είχε εντρυφήσει και σ’ αυτήν μέσω της διαλεκτικής. Αρκετά συχνά, μάλιστα, ο εκκολαπτόμενος κληρικός δίδασκε φυσική φιλοσοφία ενόσω σπούδαζε θεολογία. Οποιοδήποτε κι αν ήταν το υπόβαθρο και οι πεποιθήσεις του, οι φοιτητές κρατούσαν σημειώσεις στις διαλέξεις του, οι οποίες αντιμετωπίζονταν παντού ως πανεπιστημιακά βιβλία.
Παράλληλα, ο καθένας που επιζητούσε πνευματική ανέλιξη, υποχρεούνταν να έχει αποδεχτεί πλήρως την ισχύ της Εκκλησίας και υποταχθεί, κατά κάποιον τρόπο, σε αυτήν.[8] Αν τελικά θα κατέληγε στην ιατρική και όχι στη θεολογία, δεν είχε καμιά απολύτως σημασία. Η άποψη άλλωστε πως «η επιστήμη είναι θεραπαινίδα της θεολογίας» ηχούσε ακόμη ισχυρά στις συνειδήσεις σαν απαράβατος κανόνας.
Παρ’ όλα αυτά η παπική εξουσία υπήρξε πολλές φορές προστατευτική προς την επιστήμη, ενώ κάποια από τα προνόμια που παρείχε, όπως η δυνατότητα μη υποταγής σε κληρικά πρότυπα, ανάλογα βέβαια και με το εκάστοτε κύρος των λογίων, ακόμη και σήμερα φαντάζει εξωπραγματική.[9] Η αλήθεια είναι πως στη βάση της διανοητικής δραστηριότητας υπήρχε πάντα ένας κοινός παρονομαστής, μια τάση της εποχής, που ήταν μεν ικανή να απαλύνει τις αντιθέσεις, άλλοτε όμως τις έφτασε κυριολεκτικά στα άκρα.
Αυτό όμως που κλόνισε αδιαμφισβήτητα τις ισορροπίες, ενεργοποιώντας άμεσα μηχανισμούς αντιμετώπισης, προκειμένου να οριοθετηθούν τα πεδία διερεύνησης και εξήγησης του κόσμου, ήταν η δυνητική κυριαρχία του Αριστοτελισμού. Δεν ήταν πρώτη φορά όπου κάποιο κλασικό έργο βρισκόταν στον πυρήνα της εκπαίδευσης και της μεσαιωνικής σκέψης γενικότερα. Το μοντέλο, όμως, που πρότεινε ο Αριστοτέλης εκτός από ελκυστικό, ήταν και ολοκληρωμένο.[10] Είναι εύκολο να συμπεράνουμε πως ένα τέτοιο έργο δύσκολα θα συμπλήρωνε το, ήδη πλήρες, χριστιανικό Δόγμα, ώστε να υπηρετήσει το θεολογικό σύστημα και κατ’ επέκταση τους εκπροσώπους του.[11]
Συνεπώς, η προβληματική σχέση Πίστης και Λόγου βρισκόταν και πάλι στο προσκήνιο. Η ανάδυση αλλεπάλληλων αντιθέσεων έλαβε τελικά τη μορφή δραστικότατων παρεμβάσεων από την εκκλησία και η κρίση του 1277 αποτέλεσε το απόγειο μιας σειράς απαγορεύσεων που είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1210. Η επιστημονική κοινότητα καλούνταν να διαχειριστεί πολύ ευαίσθητα ζητήματα, ταυτόχρονα με το γεγονός πως τα έργα του Αριστοτέλη δεν έπαψαν ποτέ να απασχολούν και να μελετιούνται, ακόμη και κρυφά, καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα.[12]


Περί Αριστοτελισμού: Ιδεολογικά ρεύματα και άλλες προστριβές. 

Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη άλλες φορές χρησιμοποιήθηκε φανατικά, ως απαραίτητο όργανο διεύρυνσης της σκέψης και άλλες φορές καχύποπτα, ως μέσο αντιπαράθεσης. Υπήρξαν τρία βασικά ιδεολογικά ρεύματα, που εξέφρασαν όλο το φάσμα των αντικρουόμενων θέσεων ή και του δημιουργικού συγκερασμού τους. Η ειρηνική συνύπαρξη φιλοσοφίας και θεολογίας αποτέλεσε το τρίτο διανοητικό ρεύμα, το οποίο ίσως θα μπορούσε και να θεωρηθεί ως αναβάθμιση της μεσαιωνικής επιστήμης.[13]
Αναλυτικότερα, η άποψη του Αυγουστίνου, υπό το πρίσμα του δόγματος της διπλής αλήθειας καταδεικνύει τη μειονεκτική θέση της επιστήμης, σε περίπτωση που τα συμπεράσματά της αποκλίνουν από την αλήθεια εξ αποκαλύψεως. Ο Μποναβεντούρα διαβλέποντας κίνδυνο στη νέα γνώση ενστερνίζεται την ίδια γνώμη και την τεκμηριώνει συγγραφικά. Επειδή αυτό προηγείται χρονικά της όποιας προσπάθειας εναρμόνισης Λόγου - Πίστης, το έργο του Ακινάτη φαίνεται ν’ αναβαθμίζει τελικά το Λόγο.[14] Από την άλλη πλευρά, το ίδιο δεδομένο ωθεί καθηγητές, όπως ο Σίζερ να αιτηθούν σαφή διαχωρισμό και αυθυπαρξία της Λογικής, χωρίς υποταγές.[15]
Επειδή όμως τον Μεσαίωνα η Εκκλησία είναι αδιαμφισβήτητη εξουσία, η ταύτισή της με τις νεοαυγουστινιανές ιδέες είναι αναπόφευκτη. Προκειμένου να κατευναστεί η όποια διανοητική αναρχία, οι εκπρόσωποί της επιβάλλουν τελικά τις καταδίκες του 1277, που αφορούσαν την απαγόρευση της διδασκαλίας 219 προτάσεων – θέσεων του Αριστοτελισμού, που συγκρούονταν ευθέως με την χριστιανική παράδοση. Δεδομένου ότι η φυσική φιλοσοφία έπαιζε απλώς προπαρασκευαστικό ρόλο στις ανώτερες σπουδές της θεολογίας, θεωρούνταν απαράδεκτο οι σπουδαστές να σχηματίζουν πρώιμα μια απόλυτη εικόνα για τα πράγματα, ακόμη και αν τα συμπεράσματά της ήταν ορθά.[16] Η εξομάλυνση τέτοιων σημείων αντιμετωπίστηκε επιμελώς, με σκοπό η νέα γνώση να γίνει όσο το δυνατόν πιο αρμόζουσα στις ισχύουσες πεποιθήσεις, χωρίς όμως να αφανιστεί τελείως. Εντούτοις, απειθείς θεωρίες που σχετίζονταν με την υπόσταση της ψυχής και του Θεού, συχνά χαρακτηρίζονταν αιρετικές και αποκρούονταν ακαριαία.[17]
Εκτός αυτού, δόγματα σαν της Θείας Ευχαριστίας κινδύνευαν να χάσουν τη σπουδαιότητά τους, ακόμη και σε κοινωνικό επίπεδο, αφού η αιτιοκρατική ερμηνεία καθιστούσε την ιδέα της σωτηρίας ανούσια.[18] Αν δεχτούμε δε, πως η αμαρτία αποτελούσε και μοχλό εκφοβισμού, τότε η κατάσταση χειροτέρευε αισθητά. Από τη στιγμή που το αριστοτελικό Πρώτο Κινούν, ο Θεός δηλαδή, μέσα στην ακινησία του δεν είχε την ιδιότητα να επεμβαίνει, τότε ποιος ο λόγος για πνευματική καθοδήγηση και υποταγή στη θρησκεία;[19] Ο περιορισμός της Θεϊκής παντοδυναμίας συναντάται σε αρκετές από τις απαγορευμένες προστάσεις, δύο εκ των οποίων είναι: «Ότι το πρώτο αίτιο δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλαπλούς κόσμους»[20] και «Ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε να μετακινήσει τους ουρανούς [δηλαδή τον κόσμο] με ευθύγραμμη κίνηση διότι θα παρέμενε κενό».[21] Στο χριστιανικό σύμπαν είχε γίνει σαφές, από νωρίς, πως εφόσον ο Θεός ήταν παντοδύναμος μπορούσε όποτε το επιθυμούσε να παρακάμπτει τους φυσικούς νόμους, όπως ακριβώς είχε κάνει και με τα θαύματα.[22]
Ένα ακόμη φλέγον ζήτημα αφορούσε την αιωνιότητα του κόσμου. Κατά τον Αριστοτέλη, αντίθετα με τη Γένεση της βίβλου, ο κόσμος ούτε δημιουργήθηκε μία δεδομένη στιγμή, ούτε γινόταν να σταματήσει να υπάρχει. [23] Οι συντηρητικοί διανοούμενοι απέρριπταν τέτοιου είδους ενδεχόμενα, ενώ η θέση του Ακινάτη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς υπήρξε χαρακτηριστική του αριστοτελικού εκχριστιανισμού που επεδίωξε. Εδώ ο Άγιος Θωμάς,[24] ο οποίος γενικά πίστευε πως η αλήθεια είναι μία και αποκλείεται δυο θεόσταλτες πρακτικές να αντιφάσκουν υποστήριξε πως ο Θεός θα μπορούσε άνετα να έχει δημιουργήσει κάποια στιγμή έναν κόσμο, ο οποίος είναι αιώνιος και άρα το ένα δεν αποκλείει το άλλο.[25]
«Ο 13ος αιώνας είδε πρώτος την κατηγορηματική καταδίκη του Αριστοτέλη, ο οποίος ωστόσο, στα μέσα περίπου του ίδιου αιώνα, αναγνωρίστηκε ως ο μεγαλύτερος φιλόσοφος».[26] Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί, όμως, πως ο Αριστοτέλης των πανεπιστημίων ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των μεταφραστών και των σχολιαστών του, ως εκ τούτου ένα σημαντικό μέρος των απαγορεύσεων του 1277 αφορούσε τις τοποθετήσεις των ίδιων και όχι το πρωτότυπο έργο του.[27]


Από τις απαγορεύσεις προς τη νέα επιστήμη. Υπάρχει σύνδεση;

Παρ’ ότι οι καταδίκες είχαν τοπικό χαρακτήρα, ο αντίκτυπός τους σε όλη τη χριστιανική Δύση ήταν μεγάλος. Αιτιολογημένο φαινόμενο, αν σκεφτεί κανείς, πως ο Αριστοτελισμός είχε φτάσει πλέον σε σημείο να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας κοινής θρησκείας, έστω και με διαφορετικό, κάθε φορά, τρόπο προσέγγισης. Μολαταύτα, η επιστήμη του Μεσαίωνα δεν αναλώθηκε μόνο στο να βρει τη θέση της σ’ ένα πνευματικό σύμπαν, αλλά και στο ν’ ανακαλύψει την ίδια της την ουσία.[28] «Ο Pierre Duhem, γράφοντας στην αρχή του 20ου αιώνα, θεώρησε την καταδίκη του 1277 ως επίθεση κατά του κατεστημένου Αριστοτελισμού, ιδιαίτερα της αριστοτελικής φυσικής, και άρα ως το πιστοποιητικό γέννησης της νεώτερης επιστήμης».[29]
Από τη στιγμή που ο Λόγος θεωρείται ανίκανος πλέον να διαχειριστεί θεολογικής φύσεως ζητήματα μοιάζει αυτομάτως να αποδεσμεύεται κι από τον υπηρετικό του ρόλο προς την Πίστη. Ασφαλώς, ο ελιγμός μεταξύ των απαγορεύσεων ήταν δύσκολη υπόθεση και πιθανόν αρκετοί καθηγητές των Τεχνών να εγκλωβίστηκαν στη συνήθειά τους να διαχειρίζονται προβλήματα μ’ έναν καθορισμένο τρόπο.[30] Όμως, η υπόδειξη ότι ο Θεός και η σκέψη δεν μπορούν να περισταλούν σ’ ένα μόνο επιστημονικό σύστημα επέτρεψε την εκδήλωση καινούριων θεωριών και μεθοδολογιών.[31] Όπως γνωρίζουμε, ακολούθησε ανασχηματισμός στις ταξινομήσεις του Αριστοτέλη καθώς και επανεξέταση στις καθολικές του έννοιες, ενώ νέοι προβληματισμοί σχετικά με την κίνηση οδήγησαν σε μια υπολογίσιμη ανάπτυξη των μαθηματικών τον αιώνα που ακολούθησε.[32][33]
Επίσης, το ίδιο το περιεχόμενο των απαγορεύσεων, ειδικά οι διατυπώσεις που έδιναν έμφαση στη Θεία παντοδυναμία ενδέχεται να εξήψε την φαντασία των διανοουμένων. Αν πράγματι ο Θεός μπορούσε να πλάσει κι άλλους κόσμους, θα έπρεπε λογικά να υπάρχει κενό πέρα από το γνωστό σύμπαν έτοιμο να τους υποδεχτεί.[34] Ίσως μάλιστα η Γη να μην αποτελούσε καν το κέντρο του κόσμου. Το σίγουρο είναι πως γεννήθηκε μια εσωτερική ανάγκη για εκ νέου παρατήρηση της φύσης, καθώς και μια γενικότερη ροπή προς γνωσιολογικά θέματα. Η νέα τάση εστίαζε στις μετρήσεις και στους υπολογισμούς κάνοντας τον σχολαστικισμό να μοιάζει παρωχημένος, ενώ ο ρεαλισμός έμελλε προοδευτικά να αντικατασταθεί από ένα καινούριο σύστημα, τον νομιναλισμό.
Ο Ουίλλιαμ Οκκάμ, κύριος εκπρόσωπος της προαναφερθείσας μεθόδου αποτέλεσε λαμπρό παράδειγμα υπέρβασης, καθώς με το έργο του συνέβαλε σημαντικά στην εξελικτική πορεία της επιστήμης όπως και στη μετάβαση από τη Via Antiqua στη Via Moderna. Οι ερμηνείες, στο εξής, θα έπαυαν να είναι καθολικές, σαν το χριστιανικό δόγμα που μέχρι τότε τις πλαισίωνε, αλλά αποτελέσματα μελέτης και εντελώς διαφορετικών συσχετισμών (π.χ. συσχετισμός έννοιας και ατομικής ύπαρξης).[35] Ως συνήθως, οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, υπήρξαν καθοριστικής σημασίας συντελεστές για τις επικρατούσες συνθήκες αναδόμησης της σκέψης. Αν όμως δεν είχε προηγηθεί αμφισβήτηση των παλιών, οικείων μεθόδων, καθώς και μια γενικότερη αποσύνθεση της μεσαιωνικής κοσμοαντίληψης, οι νέες ιδέες δύσκολα θα έβρισκαν γόνιμο έδαφος προκειμένου να ριζώσουν και να αναπτυχθούν.


Επίλογος 

Οι μεσαιωνικές δομές, εκτός από ανθεκτικές αποδείχτηκαν και ιδιαίτερα ωφέλιμες, τόσο στην υλοποίηση του πανεπιστημιακού θεσμού όσο και στη διάσωση και διάδοση της γνώσης. Αν πράγματι η Λογική ήταν θεραπαινίδα, η Πίστη υπήρξε αναμφίβολα άξια προστάτιδά της. Ακόμη και μέσω των απαγορεύσεων, η διανόηση μοιάζει να οδηγήθηκε προς τη διεύρυνση παρά στο τέλμα. Αν ο σκοπός –ή «Τελικό Αίτιο» κατά τον Αριστοτέλη- για τον Λόγο είναι να αναπτύσσεται, να δαμάζει τον κόσμο και να δίνει απαντήσεις, τότε ο σκοπός επετεύχθη, ακόμη και σε μια τόσο ιδιόρρυθμη εποχή. Οι ορίζοντες άνοιξαν και οι πρώιμοι νέοι χρόνοι ήρθαν αργότερα να το επισφραγίσουν.






[1] Από την εκφώνηση της 1ης ΓΕ της ΕΠΟ 31 για το ακαδημαϊκό έτος 2015-16.[2] Μ. Ασημακόπουλος και Α. Τσιαντούλας, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τ.Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008, σ. 102.[3] Ε. Grant, Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1994, σ. 31.[4] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 74-75.[5] D. C. Lindberg, Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1997, σ. 291.[6] Lindberg D. C., ό.π., σ. 296, 297.[7] Grant E., ό.π., σ. 33.[8] Lindberg D. C., ό.π., σ. 292.[9] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 102.[10] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 93.[11] Οι συγκρούσεις που περιέβαλαν τις αλλαγές στη νέα παιδεία δεν ήταν, βεβαίως, μόνο ιδεολογικές. Επηρεάστηκαν από κλαδικές και θεσμικές συμμαχίες - ανταγωνισμούς. Βλ. Lindberg D. C., ό.π., σ. 312-314.[12] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 110.[13] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 93-101.[14] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 42,43.[15] Lindberg D. C., ό.π., σ. 329.[16] Lindberg D. C., ό.π., σ. 311,322.[17] Lindberg D. C., ό.π., σ. 315.[18] Grant E., ό.π., σ. 37.[19] Lindberg D. C., ό.π., σ. 310.[20] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 114.[21] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 114.[22] Grant E., ό.π., σ. 37.[23] Lindberg D. C., ό.π., σ. 309.[24] Μολονότι κάποιες από τις απαγορεύσεις αφορούσαν τις απόψεις του Ακινάτη, τον επόμενο αιώνα αγιοποιήθηκε, ενώ η διδασκαλία του υιοθετήθηκε επισήμως από την Καθολική Εκκλησία τον 19ο αιώνα.[25] Lindberg D. C., ό.π., σ. 325-328.[26] A. C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μτφ. Μ. Ιατρίδου, Δ. Κούρτοβικ, τ.Α΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1992, σελ. 78.[27] J. Le Goff, Οι Διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, μτφ. Παραδέλλη Μ., Κέδρος, Αθήνα, 2002, σελ. 167.[28] A. C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μτφ. Μ. Ιατρίδου, Δ. Κούρτοβικ, τ.Β΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1992, σ. 114.[29] Lindberg D. C., ό.π., σ. 334.[30] Lindberg D. C., ό.π., σ. 338, 339.[31] Crombie A. C., στο ίδιο, σ. 114.[32] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 138 - 140.[33] Crombie A. C., στο ίδιο, σ. 112.[34] Lindberg D. C., ό.π., σ. 335, 336.[35] Ασημακόπουλος, Τσιαντούλας, ό.π., σ. 139, 143.


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

  • Μ. Ασημακόπουλος και Α. Τσιαντούλας, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τ.Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008.
  • CrombieA.C., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μτφ. Μ. Ιατρίδου, Δ. Κούρτοβικ, 2 τόμοι, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1992.
  • Grant E., Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1994.
  • Le Goff J., Οι Διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, μτφ. Μ. Παραδέλλη, Κέδρος, Αθήνα, 2002.
  • LindbergD.C., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου