Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Απόπειρες Ιστορικοποίησης της Επιστήμης τον 20ο αιώνα


Γ. Μηλιώτης. Αθήνα, Απρίλιος 2016.
Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών (ΕΑΠ). 
«Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό». 
ΕΠΟ 31: Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη.


Πρόλογος

   Ο Θετικισμός, όπως αυτός αποτυπώθηκε στη Φιλοσοφία της Επιστήμης (ως Λογικός Εμπειρισμός) από τον «Κύκλο της Βιέννης», αρχικά φαινόταν πως θα καθόριζε την επιστημονική μέθοδο καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Όμως η σφοδρή κριτική που δέχτηκε, ακόμη κι εκ των έσω (κυρίως από τον Πόππερ, για προβλήματα επαγωγικής φύσεως), καθώς και η γενικότερη αδυναμία του να επιλύσει θέματα που αφορούσαν τη θεωρία, την παρατήρηση και το πείραμα, αποσταθεροποίησαν την αξιοπιστία του.

   Εντωμεταξύ στα μέσα του αιώνα η Ιστορία των Επιστημών αναπτύσσεται σημαντικά, αναδεικνύοντας έναν εντελώς αντιθετικιστικό τρόπο αντίληψης και ανάλυσης της επιστήμης, ο οποίος βασιζόταν κυρίως στη λεπτομερή μελέτη της. Οι μεμονωμένες θεωρίες εφεξής δεν λαμβάνονται υπόψη ως μονάδες ανάλυσης της επιστήμης, αλλά ούτε και η τυπική λογική ως εργαλείο, ενώ την ίδια στιγμή απορρίπτεται και ο διαχωρισμός μεταξύ θεωρητικών και παρατηρητικών όρων. Έτσι, καθώς η επιστήμη αντιμετωπίζεται πλέον σαν μια απλή ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως όλες οι άλλες, αρχίζει και να γίνεται αντιληπτή ως μια ασυνεχής διαδικασία ριζικών ανατροπών, η οποία εντέλει αλληλεπιδρά με κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Τέλος, σημαντικό ρόλο για τη λεγόμενη «Ιστορική Στροφή» έπαιξαν και τα έργα των Hanson και Tulmin, τα οποία προετοίμασαν το έδαφος μέχρι το εν λόγω ανερχόμενο ρεύμα να αποκρυσταλλώσει τις νεοσύστατες ιδέες του.  


Το «παράδειγμα» του Κουν

   Ο Thomas Kuhn το 1962 εκδίδει το έργο-μανιφέστο του Ιστορικισμού «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» ερμηνεύοντας την επιστήμη ως ένα φαινόμενο ιστορικό, αποσείοντας από αυτήν κάθε έννοια ορθολογισμού. Συγκεκριμένα επεσήμανε πως πρόκειται για μια δραστηριότητα που συμπεριφέρεται με δικούς της κανόνες, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της κάθε εποχής. Δηλαδή η επιστημονική πρακτική χαρακτηρίζεται αφενός από τη δεοντολογία της επιστημονικής κοινότητας που την παράγει και αφετέρου από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, προτάσσοντας έτσι τη σημασία των δομών έναντι της επαληθευσιοκρατίας. Από τη στιγμή λοιπόν που ο Κουν ξεκάθαρα πλέον ενσωματώνει εξωγενή αξιολογικά πρότυπα στην επιστημονική διαδικασία, το νόημα της αντικειμενικότητας της επιστήμης βρίσκεται σε ευάλωτη θέση, προκαλώντας έτσι τις πρώτες διαφωνίες σχετικά με  αυτή την προσέγγιση.

   Με αφετηρία τη θέση αυτή διατυπώνει τη θεωρία των «παραδειγμάτων» εξηγώντας πως η εναλλαγή τους μεταφράζεται σε εξέλιξη για την επιστήμη. Το παράδειγμα είναι ένας προδιαγεγραμμένος τρόπος θέασης του κόσμου, ο οποίος περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές για την εξερεύνησή του και αναδύεται από ένα σύνολο επιστημόνων και όχι μόνο από έναν. Οι «γρίφοι» που προκύπτουν κατά την έρευνα επιλύονται με συγκεκριμένους θεωρητικούς άξονες που προσφέρονται παράλληλα, ενώ η συσσώρευση πολλών «ανωμαλιών» οδηγεί την «κανονική επιστήμη» σε «κρίση». Τότε συντελείται μία «επιστημονική επανάσταση», συνήθως ταυτόχρονη με βαρυσήμαντες ιστορικές, κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις (όπως οι επαναστάσεις), η οποία οδηγεί στην υιοθέτηση ενός νέου παραδείγματος, το οποίο είχε ήδη διαφανεί και διεκδικούσε την εξουσία από το παλιό (πόλεμος των παραδειγμάτων).

   Μολονότι το νέο παράδειγμα δύναται να λύσει πιο δημιουργικά τα αινίγματα που ταλάνιζαν το προηγούμενο, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει και καλύτερη συναρμογή με τη φύση. Συνεπώς η αλλαγή παραδείγματος δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αλήθεια. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια εντελώς διαφορετική αντίληψη του κόσμου, μη αναστρέψιμη για τον ερευνητή, η οποία συμβαίνει ακαριαία. Εξάλλου η απόρριψη ενός παραδείγματος δεν γίνεται σε καμία περίπτωση με λογικές διεργασίες αλλά μοιάζει περισσότερο με θρησκευτική μεταστροφή, καθώς αυτομάτως σηματοδοτεί την αποδοχή ενός άλλου. Υπό αυτήν την έννοια η εξέλιξη που αναφέραμε παραπάνω δεν είναι ταυτόσημη με την πρόοδο κι αυτό επίσης προκάλεσε σύγχυση στους επιστημονικούς κύκλους της εποχής.

   Εκτός αυτού, ο Κουν τονίζει πως η επικοινωνία των επιστημόνων, των δύο διαφορετικών παραδειγμάτων είναι αδύνατη, επειδή το νέο παράδειγμα, παρότι συμβαίνει να χρησιμοποιεί έννοιες του παλιού, εντούτοις δίνει άλλα νοήματα σ’ αυτές και υιοθετεί μια εντελώς δική του γλώσσα. Το ίδιο ακριβώς αντικείμενο δηλαδή μπορεί οι ερευνητές να το βλέπουν τελείως διαφορετικά, επηρεασμένοι σαφώς από το παράδειγμα στο οποίο υπάγονται και εκπροσωπούν. Αυτό το χάσμα που δημιουργείται μεταξύ των ανταγωνιστικών παραδειγμάτων το ονομάζει «ασυμμετρία» και εκτός από τον τρόπο αντίληψης και τις έννοιες προεκτείνεται και στη μεθοδολογία. Ίσως πρόκειται για το πιο επίμαχο σημείο του έργου του, αφού κατά αυτόν τον τρόπο η επιστήμη δεν αναπτύσσεται γραμμικά, αλλά ούτε και η γνώση της είναι επισωρευτική.

   Είναι γεγονός πως ο Κουν κατηγορήθηκε ως σχετικιστής, αλλά θ’ αποτελούσε σοβαρή παράλειψη αν δεν αναφέραμε, πως έστω και εκ των υστέρων προσπάθησε να διασώσει μία ιδέα προόδου, υποστηρίζοντας την άποψη πως η πρόοδος εννοείται από τη στιγμή που το νέο παράδειγμα λύνει κάποια καθολικώς αναγνωρισμένα προβλήματα που αντιμετώπιζε το παλιό ή συναντά λιγότερες «ανωμαλίες».  


Παράλληλα «Επιστημονικά Προγράμματα»

   Ο φιλόσοφος που προσπάθησε ν’ ανασυγκροτήσει την ορθολογικότητα της επιστήμης, ως το χαρακτηριστικό που τη διαφοροποιεί από τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες ήταν ο Imre Lakatos. Παρότι ενστερνίστηκε την ιστορική διάσταση της επιστημονικής διαδικασίας,  εντούτοις διαφωνούσε με τη θεωρία των παραδειγμάτων του Κουν, επειδή την έβρισκε ασαφή και εκτεθειμένη σε συνειρμούς άσχετους με την έρευνα και το πείραμα. Προκειμένου να διαφυλάξει τα επιστημονικά συμπεράσματα από την υποκειμενικότητα, αποτέλεσμα του διαποτισμού τους από εξωγενείς συνθήκες, διατύπωσε ένα μεθοδολογικό σχήμα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια και στοχευμένη ευρετική, το οποίο ονόμασε «ερευνητικό πρόγραμμα».

   Τα ερευνητικά προγράμματα του Λάκατος βασίζονται σ’ έναν προσυμφωνημένο, από την επιστημονική κοινότητα, «σκληρό πυρήνα» αξιωμάτων και παραδοχών, ο οποίος πάση θυσία πρέπει να μείνει ακλόνητος (αρνητική ευρετική) προκειμένου να ενισχυθεί η «θετική ευρετική» που τον προστατεύει και τον αναπτύσσει.  Δηλαδή δίνονται εξ αρχής στον ερευνητή κανόνες, τόσο για τον τρόπο που επιτρέπεται να πράξει, όσο και για τον τρόπο που απαγορεύεται. Εξωτερικά του πυρήνα υπάρχει μία «προστατευτική ζώνη» που αφενός απορροφά τους κραδασμούς των «ανωμαλιών» που προκύπτουν στην πορεία κι αφετέρου λαμβάνει χώρα η δημιουργική έρευνα των επιστημόνων, η οποία αποσκοπεί ιδανικά σε νέες προβλέψεις και ανακαλύψεις φαινομένων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδυση ενός επιτυχημένου επιστημονικού προγράμματος είναι να περιλαμβάνει τις διαδοχικές κατακτήσεις των προηγούμενων, καθώς και να τις συμπληρώνει με τη νέα προσθήκη που το ίδιο φέρει.

   Σε αντίθετη περίπτωση, οι ανεπιτυχείς προβλέψεις σε συνδυασμό με τη στασιμότητά του, χαρακτηρίζουν ένα πρόγραμμα «εκφυλιζόμενο» και αποτελούν σοβαρό λόγο εγκατάλειψής του. Ωστόσο η επιλογή κάποιου επιστήμονα να παραμείνει στο πρόγραμμα θεωρείται ορθή, αφού στο παρελθόν έχουν υπάρξει περιπτώσεις που η εύστοχη τροποποίηση του προστατευτικού κλοιού έκανε το πρόγραμμα και πάλι «προοδευτικό». Επομένως σε αντίθεση με τον δάσκαλό του, Πόππερ, ο Λάκατος ξεκαθαρίζει πως «κρίσιμο πείραμα» ικανό να ακυρώσει εξ ολοκλήρου μια θεωρία δεν πρέπει να υπάρχει. Εν ολίγοις, μέσω της ορθολογικότητας αποπειράται όχι μόνο να καταγράψει την επιστημονική πρόοδο, αλλά και να την ερμηνεύσει ορθολογικά, διασώζοντας συνάμα κι έναν προοδευτικό χαρακτήρα για τη γνώση.

   Μεγάλη σημασία για τον Λάκατος έχει να υπάρχουν στο προσκήνιο αρκετά διαφορετικά ερευνητικά προγράμματα, έστω και αντιμαχόμενα, υποστηρίζοντας πως ο ανταγωνισμός τους μόνο ως πρόοδος για την επιστήμη μπορεί εντέλει να αποτιμηθεί. Η επιστήμη προοδεύει δια του ανταγωνισμού των ερευνητικών προγραμμάτων. Εκτός αυτού προτάσσει και τη δυνατότητα κάποιος να δουλεύει ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα. Εξάλλου η επιστημονική συνομιλία μεταξύ των διαφορετικών προγραμμάτων είναι εφικτή έως απαραίτητη. Με αυτή του τη θέση, ο Λάκατος διαφοροποιείται καταφανώς από την έννοια της ασυμμετρίας που εισήγαγε ο Κουν.

   Σε τελική ανάλυση όμως ούτε κι ο ίδιος καταφέρνει επιτυχώς να διατυπώσει ορθολογικά κριτήρια για την αξιολόγηση ερευνητικών προγραμμάτων, αφού αυτό που καθιστά ένα ερευνητικό πρόγραμμα καλύτερο από κάποιο άλλο, μόνο εκ των υστέρων μπορεί να αναγνωριστεί και πάλι όχι με απόλυτη βεβαιότητα. Επομένως στην πραγματικότητα δεν καταφέρνει να δείξει πειστικά τον στόχο του (πρόοδος και αντικειμενικότητα στην πορεία της επιστήμης).

   Στην ύστερη προσπάθειά του να αποσαφηνίσει τη θεωρία του τονίζει πως αν, εκτός από την αύξηση του εμπειρικού περιεχομένου ενός ερευνητικού προγράμματος, λάβουμε υπόψη μας και την ένταση της ευρετικής του δύναμης (δυνατότερη θετική και ασθενέστερη αρνητική), τότε μπορούμε να το θεωρήσουμε πιο επιτυχημένο απ’ το προηγούμενο. Παρ’ όλα αυτά η ιστορία των θεωριών του ηλεκτρισμού επιβεβαιώνει ακριβώς το αντίθετο σχήμα και δυστυχώς για τον Λάκατος, δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό.

   Με αφορμή την αποδοχή των ανωμαλιών που παρουσιάστηκαν και στο δικό του «ερευνητικό πρόγραμμα», παραδέχεται πως δεν γίνεται τελικά να παραβλέψουμε την «εξωτερική ιστορία» ως προς την επιρροή που καθοριστικά ασκεί τόσο στην επιστήμη, όσο και στην πορεία της. 


Η ιστορική προσέγγιση ενός «θεωρητικού αναρχικού»

   Ο τρίτος από τους κυριότερους εκφραστές της ιστορικιστικής σχολής, ο οποίος όμως θεωρείται και από τους ριζοσπαστικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα γενικότερα είναι ο Paul Feyerabend. Σύμφωνα με το σημαντικότερο έργο του «Ενάντια στη μέθοδο», όλα επιτρέπονται. Το «anything goes!» δεν αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση μίας συγκεκριμένης μεθόδου αλλά στην κατάλυση κάθε μεθόδου που ευνοείται αναιτιολόγητα από το επικρατές κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Κατά τη γνώμη του καμία θεωρία δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται a priori κατάλληλη ή ακατάλληλη ούτε όμως και υποχρεωτική για κάθε κοινωνικό υποκείμενο. Εξάλλου η επικράτηση μιας θεωρίας παρουσιάζεται από τον ίδιο ως αρκετά περίπλοκη διαδικασία, η οποία δεν βασίζεται στον ορθολογισμό, μα ούτε και σε κάποιο είδος μεταστροφής, αλλά σε εξω-επιστημονικούς παράγοντες (όπως για παράδειγμα η προπαγάνδα).

   Εντούτοις συμφωνεί με τον Κουν σχετικά με την έννοια της ασυμμετρίας αλλά την περιορίζει στο εννοιολογικό της κομμάτι, ενώ στην ιστορικότητά του εντοπίζονται και κάποια κριτήρια σύγκρισης των θεωριών, τα οποία ωστόσο δεν προβάλλονται ως απόλυτα και καθολικά. Στην ίδια λογική περιφρονεί την προσκόλληση σε οποιαδήποτε φιλοσοφική θεώρηση, παρακινώντας τους επιστήμονες να προχωρούν παρακάτω, όταν αυτό είναι απαραίτητο.

   Ο Φεγεράμπεντ περιγράφει ουσιαστικά μια «αντι-μέθοδο», η οποία ενθαρρύνει τον «γνωσιολογικό αναρχισμό», όχι για να ισοπεδώσει κάθε ορθολογικό οικοδόμημα, αλλά για να δίνεται η ευκαιρία και σε άλλες θεάσεις του κόσμου, οι οποίες μπορεί να τον περιγράφουν και να τον εξηγούν καλύτερα. Θεωρεί πως γνώση μόνο μέσω του πλουραλισμού επιτυγχάνεται, ενώ κάνει σαφές πως καμία πρακτική (ως τέτοια «υποβιβάζει» την επιστήμη) δεν έχει την ικανότητα να αποδώσει την πραγματικότητα όπως αυτή είναι πραγματικά. Αν αναλογιστούμε την περίπτωση του ηλιοκεντρικού συστήματος του Αρίσταρχου του Σάμιου, το οποίο έπρεπε να περιμένει 2000 χρόνια περίπου προκειμένου ν’ αποκατασταθεί, είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη μία όψη της εποικοδομητικής του ματιάς.

   Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ωστόσο, έχει να κάνει με την ίδια την επιστήμη ως διανοητική δραστηριότητα, η οποία υπερέχει σε κύρος από άλλες μορφές γνώσης. Κατά τον Φεγεράμπεντ, αυτό οφείλεται αφενός στους στρυφνούς κώδικες που χρησιμοποιεί, οι οποίοι την κάνουν να φαίνεται σαν κάτι εξεζητημένο στους μη επιστημονικούς κύκλους κι αφετέρου στην προνομιακή θέση που της παραχωρεί η εξουσία για να την έχει «θεραπαινίδα»  της.  Από την άλλη μεριά καταδικάζει τόσο την καθυπόταξη των επιστημόνων σε προκαθορισμένα μεθοδολογικά καλούπια, όσο και των ανθρώπων γενικότερα σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Το θέμα της χειραγώγησης αποτελεί πρωτεύον ζήτημα για τον Φεγεράμπεντ και, ως εκ τούτου, προτείνει πλήρη απαγκίστρωση της έρευνας και σαφή διαχωρισμό από την εξουσία προκειμένου να διαμορφωθεί μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία με δυνατότητες προόδου.

   Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον αντικειμενικό χαρακτήρα του επικρατούντος, κάθε φορά «παραδείγματος», ενώ, σχολιάζοντας και τη σιγουριά του Λάκατος σχετικά με τη φερεγγυότητα της φυσικής, ο Φεγεράμπεντ τονίζει πως δεν γίνεται κάποιος, επικαλούμενος την αντικειμενικότητα, να καταλήγει σε τέτοιου είδους απόλυτα συμπεράσματα, ειδικά αν προηγουμένως δεν έχει εξετάσει επαρκώς τα αντίστοιχα γνωσιολογικά πρότυπα. Αναλύοντας διαφορετικά από τον Κουν και τον Λάκατος την ιστορία που έχει στα χέρια του, τους προτρέπει σε επανεξέταση, ενώ επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής του αποτολμά να δηλώσει πως είναι αδύνατον να σημειωθεί η ζητούμενη πρόοδος αν πρώτα δεν απεγκλωβιστούμε από το δυτικό τεχνοκρατικό πρότυπο γενικότερα. 


Επίλογος

   Ο Ιστορικισμός, ενώ αντιμετώπισε την επιστήμη ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο με γνώμονα τον άνθρωπο, εντούτοις δεν την πριμοδότησε με γνωστική ανωτερότητα, διακινδυνεύοντας (όπως κι έγινε) να χαρακτηριστεί ως ρεύμα «σχετικιστικό». Μολονότι οι εκφραστές του κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να εντοπίσουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία να δικαιολογούν την πρόοδο που σημειώθηκε στο πέρασμα του χρόνου, μάλλον δεν ήταν αρκετά πειστικοί κι ας προσπάθησαν εκ των υστέρων να διασώσουν τις προκείμενες θέσεις τους. Η δε έννοια της ασυμμετρίας, τόσο στον Κουν, όσο και στον Φεγεράμπεντ υπήρξε τόσο καθοριστική, που πραγματικά άλλαξε άρδην την αντίληψη που υπήρχε για την επιστήμη και τη γνώση. Ούτε ο Λάκατος ούτε κανείς ενδεχομένως δεν θα μπορούσε να εκμηδενίσει τη σημασία της (κυρίως αυτή της μη συσσώρευσης) από εκείνο το σημείο κι έπειτα, ακριβώς επειδή επρόκειτο για ιστορική πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά η ιστορικοποίηση, ως φιλοσοφική θεώρηση της επιστήμης, χάρισε αρκετή τροφή για σκέψη και προβληματισμό, παρακινώντας μας ίσως να είμαστε λίγο περισσότερο ανοιχτοί στο νέο και το διαφορετικό.




Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

  • Αφιέρωμα στον Thomas S. Kuhn, Νεύσις, 6, 1997.
  • Βαλλιάνος Π. Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τ.Β΄, Ε.Α.Π., Πάτρα, 2008.
  • Θεοδώρου Π., «Η Μία συγκριτική αποτίμηση των συνεισφορών των Kuhn, Lakatos, και Feyerabend στη Φιλοσοφία της Επιστήμης», στο Καλδής Β. (επιμ.), Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, Ε.Α.Π., Πάτρα 2008.
  • Σκουρλά Λ., «Η ιστορικιστική στροφή και τα παράγωγά της», στο Μπαλτάς Α., Στεργιόπουλος Κ. (επιμ.), Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2013.
  • Chalmers, A. Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; μτφ Γ. Φουρτούνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2014.
  • Feyerabend, P., Ενάντια στη Μέθοδο, μτφ Γρ. Καυκαλάς, Γ. Γκουνταρούλης, Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη, 1983.
  • Kuhn, T. S., Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, μτφ Γ. Γεωργακόπουλος, Κάλφας Β., Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη, 2004.
  • Mc Guire J.E., «Eπιστημονική αλλαγή: Προοπτικές και προτάσεις», στο Μπαλτάς Α. (επιμ.), Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2011.
  • Losee John, Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφ. Θ. Μ. Χρηστίδης, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου